υπόρρυσις

υπόρρυσις
-ύσεως, ἡ, Α
1. υπόγειος οχετός, υπόνομος
2. ιατρ. αποξήρανση τών πληγών
3. μτφ. κατάπτωση, χώνεμα τής σάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ρρυσις (< ῥύσις < ῥέω), πρβλ. περί-ρρυσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπόρρυσις — surface drain fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορρύσεις — ὑπόρρυσις surface drain fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόρρυσις surface drain fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόρρυσιν — ὑπόρρυσις surface drain fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορρύσεων — ὑπορρύσεω̆ν , ὑπόρρυσις surface drain fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορρύσεως — ὑπορρύσεω̆ς , ὑπόρρυσις surface drain fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”